γραφοτεχνία
Смотреть что такое "γραφοτεχνία" в других словарях:
γραφοτεχνία — η η γραφολογία … Dictionary of Greek
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
γραφοτεχνικός — ή, ό ο σχετικός με τη γραφοτεχνία … Dictionary of Greek